λαψάνη

λαψάνη
λαψάνη (so PPetr.3p.152(iii B.C.)) or [full] λαμψάνη, , the herb
A charlock, Brassica arvensis, Dsc.2.116, Gal.7.285.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαψάνα — και λαμψάνη και λαψάνη, η (AM λαψάνη και λαμψάνη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμψις. Το φυτό έλαβε την ονομ. του προφανώς λόγω τού λαμπερού χρώματός του …   Dictionary of Greek

  • λαψάνιον — λαψάνιον, τὸ (Μ) [λαψάνη] υποκορ. τού λαψάνη …   Dictionary of Greek

  • λάψα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Περγαίους) «γογγυλίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τα λαψάνη και λάμψις] …   Dictionary of Greek

  • σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • σκύβα — ή σκοῡβα Α (κατά τον Ησύχ.) «λάχανον ἥ λαψάνη» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”